- ημιδιμοιρία
- η воен, полувзвод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιδιμοιρία — η στρ. δύναμη μισής διμοιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + διμοιρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού] … Dictionary of Greek